Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροθαλάσσι
2 εγγραφές [1 - 2]
ακροθαλάσσι το [akroθalási] Ο44 : (λογοτ.) η ακροθαλασσιά.

[ακρο- 1 + θάλασσ(α) -ι]

ακροθαλασσιά η [akroθalasxá] Ο24 : το μέρος της ακτής που βρέχεται από τη θάλασσα· ακρογιαλιά: Έχει ένα μικρό σπιτάκι με κήπο στην ~.

[ακροθαλάσσ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες