Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροδεξιός
1 εγγραφή
ακροδεξιός -ά -ό [akroδeksiós] Ε2 : 1.που είναι άκρος δεξιός, που ανήκει πολιτικά στην άκρα δεξιά: Aκροδεξιά κυβέρνηση / πολιτική. Aκροδεξιό κόμμα / πρόγραμμα. ~ πολιτικός. 2. (ως ουσ.) α. ο ακροδεξιός, ο οπαδός της άκρας δεξιάς. β. η ακροδεξιά, η άκρα δεξιά πολιτική παράταξη.

[λόγ. ακρο- 1 + δεξιός μτφρδ. γαλλ. d΄extrème droite]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες