Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροδέκτης
1 εγγραφή
ακροδέκτης ο [akroδéktis] Ο10 : (τεχν.) εξάρτημα από αγώγιμο μέταλλο που προσαρμόζεται στην άκρη ηλεκτρικού καλωδίου, για την εύκολη και σταθερή σύνδεσή του με ηλεκτρική μηχανή ή συσκευή.

[λόγ. ακρο- 1 + δέκτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες