Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροδάχτυλο
1 εγγραφή
ακροδάχτυλο το [akroδáxtilo] Ο41 : η άκρη του δαχτύλου.

[μσν. ακροδάκτυλο(ν) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ακρο- 1 + δάκτυλο(ν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες