Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροδάχτυλο το [akroδáxtilo] Ο41 : η άκρη του δαχτύλου.
[μσν. ακροδάκτυλο(ν) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ακρο- 1 + δάκτυλο(ν)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. ακροδάκτυλο(ν) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ακρο- 1 + δάκτυλο(ν)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |