Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρογιαλιά
1 εγγραφή
ακρογιαλιά η [akrojalá] Ο24 : η ομαλή και στρωμένη με άμμο ή χαλίκια άκρη της ξηράς· ο γιαλός: Στην άμμο, στην ~, καθίσαμε όλοι προς το βράδυ. Kατασκηνώσαμε στην ~.

[ακρογιάλ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες