Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροβολιστί
2 εγγραφές [1 - 2]
ακροβολιστί [akrovolistí] επίρρ. : (λόγ., συνήθ. στρατ.) ακροβολιστά.

[λόγ. ακροβολιστ(ής) -ί 3 κατά το ακροποδητί]

ακροβολιστικός -ή -ό [akrovolistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ακροβολιστή ή τον ακροβολισμό: ~ σχηματισμός. Aκροβολιστική τάξη / γραμμή.

[λόγ. < ελνστ. ἀκροβολιστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες