Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροβολιστί [akrovolistí] επίρρ. : (λόγ., συνήθ. στρατ.) ακροβολιστά.
[λόγ. ακροβολιστ(ής) -ί 3 κατά το ακροποδητί]
- ακροβολιστικός -ή -ό [akrovolistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ακροβολιστή ή τον ακροβολισμό: ~ σχηματισμός. Aκροβολιστική τάξη / γραμμή.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροβολιστικός]