Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροβολιστά [akrovolistá] επίρρ. : (συνήθ. στρατ.) σε αραιή και όχι κατά στοίχους και ζυγούς διάταξη, σε ακροβολισμό: Διασχίσαμε τον κάμπο ~, για να μη δώσουμε εύκολο στόχο.
[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του ακροβολιστ(ί) επίρρ. -ά]