Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροβολισμός ο [akrovolizmós] Ο17 : α.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ακροβολίζομαια, η ανάπτυξη στρατιωτών σε αραιή και όχι κατά στοίχους και ζυγούς διάταξη: Προχωρούσαμε σε ακροβολισμό, ακροβολιστά. β. ανταλλαγή δοκιμαστικών βολών μεταξύ αντίπαλων στρατευμάτων: Σκόρπισαν με τους πρώτους ακροβολισμούς. γ. (μτφ.) οι πρώτες διερευνητικές κουβέντες σε μια συζήτηση ή οι πρώτοι δηκτικοί υπαινιγμοί.
[λόγ. < αρχ. ἀκροβολισμός]