Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροβατώ [akrovató] Ρ10.9α : 1.κάνω ακροβασίες1. 2. (μτφ.) κάνω κτ. επικίνδυνο και παράτολμο.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροβατῶ `περπατώ στα δάχτυλα΄ κατά τη σημ. της λ. ακροβασία]