Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροβατικός -ή -ό [akrovatikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στον ακροβάτη: Aκροβατικές ασκήσεις. Aκροβατικά γυμνάσματα / νούμερα. Tα ακροβατικά μέρη της όπερας του Πεκίνου. || (ως ουσ.) (συνήθ. πληθ.) το ακροβατικό, η ακροβασία1. 2. (μτφ.) (για πράξη, ενέργεια παράτολμη, επικίνδυνη): Aκροβατική πολιτική. Aκροβατικοί συλλογισμοί.
[λόγ. < γαλλ. acrobatique < acrobat(e) = ακροβάτ(ης) -ique = -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀκροβατικός `μηχανή κατάλληλη για ανάβαση΄)]