Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροατής
1 εγγραφή
ακροατής ο [akroatís] Ο7 θηλ. ακροάτρια [akroátria] Ο27 : α.αυτός που ακούει και παρακολουθεί ένα δημόσιο ακρόαμα (ομιλία, συναυλία κτλ.): Οι ακροατές μιας διάλεξης / μιας συναυλίας, το ακροατήριο. Οι ακροατές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. β. (σε αντιδιαστολή προς τον κανονικό μαθητή, φοιτητή κτλ.) αυτός που απλώς παρακολουθεί μια σειρά μαθημάτων, χωρίς να έχει άλλες υποχρεώσεις ή δικαιώματα: Γράφτηκε στο πανεπιστήμιο ως ~.

[λόγ. < αρχ. ἀκροατής· λόγ. ακροα(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες