Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακροαματικός -ή -ό [akroamatikós] Ε1 : α.που είναι κατάλληλος ή προορισμένος να ακούγεται: ~ λόγος. Οι ακροαματικοί στίχοι της υμνογραφίας. β. που γίνεται μπροστά σε ακροατήριο: Aκροαματική διδασκαλία. H ακροαματική διαδικασία μιας δίκης. γ. που αναφέρεται στο ακρόαμα: Tο πρόγραμμα του ραδιοφώνου πρέπει να παίρνει υπόψη του όλες τις ακροαματικές προτιμήσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἀκροαματικός (β: σημδ. γαλλ. με βάση τα audition, audience)]