Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακροάζομαι
1 εγγραφή
ακροάζομαι [akroázome] Ρ2.1β : α.ακούω κτ. με προσοχή: Aκροάζονταν με κατάνυξη τους μακρινούς ήχους της καμπάνας. β. ειδικότερα για γιατρό που εξετάζει ασθενή με ακρόαση: Πήγαινε σ΄ ένα γιατρό να σε ακροαστεί / να ακροαστεί τους πνεύμονες / την καρδιά σου.

[λόγ.: α: αρχ. ἀκροάζομαι· β: σημδ. γαλλ. ausculter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες