Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριβολογώ
1 εγγραφή
ακριβολογώ [akrivoloγó] Ρ10.9α : εκφράζομαι με απόλυτη ακρίβεια, λέω ό,τι ακριβώς εννοώ, χωρίς αοριστολογίες ή περιστροφές· (πρβ. κυριολεκτώ): Tο συμβούλιο, ή για να ακριβολογήσουμε η πλειοψηφία των μελών του, αποφάσισε…

[λόγ. < ελνστ. ἀκριβολογῶ (αρχ. ἀκριβολογοῦμαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες