Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακριβής
1 εγγραφή
ακριβής -ής -ές [akrivís] Ε10 : 1α.(για μέγεθος, ποσό κτλ.) που αναφέρεται ή που προσδιορίζεται έτσι, ώστε να αντιστοιχεί απόλυτα σε αυτό που μετρά και να αποκλείει οτιδήποτε άλλο λιγότερο ή περισσότερο: Aκριβές ποσό / βάρος / ύψος. Οι ακριβείς διαστάσεις ενός σχήματος. Δε γνωρίζω την ακριβή τιμή, αλλά σίγουρα δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες. β. (για χρονικό ή τοπικό σημείο) που αναφέρεται ή που προσδιορίζεται τόσο λεπτομερώς, ώστε να μην είναι δυνατό να εννοηθούν άλλα κοντινά σημεία· που δεν ορίζεται κατά προσέγγιση: H ~ ημέρα και ώρα της συνάντησης θα ανακοινωθεί. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα - δε θυμάμαι την ακριβή ώρα- που… 2. (για πράξη ή αποτέλεσμα) που έχει γίνει ή που γίνεται έτσι, ώστε να συμφωνεί, απόλυτα και ως προς κάθε λεπτομέρεια, με κτ. άλλο που θεωρείται πρότυπό του· πιστός: Aκριβές αντίγραφο. ~ μετάφραση / απόδοση / ερμηνεία. ~ εφαρμογή / τήρηση υπόσχεσης / συμφωνίας, αυστηρή. ~ περιγραφή γεγονότος, απόλυτα και ως προς όλα σύμφωνη με το πραγματικό γεγονός. Aκριβείς πληροφορίες. ~ ορισμός, που ταιριάζει απόλυτα και μόνον στο πράγμα που ορίζει. ακριβώς* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀκριβής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες