Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρεβάτωτος
1 εγγραφή
ακρεβάτωτος -η -ο [akrevátotos] Ε5 : (για άρρωστο) που δεν παρέμεινε στο κρεβάτι: H γρίπη δεν άφησε κανέναν ακρεβάτωτο.

[α- 1 κρεβατώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες