Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακραίος -α -ο [akréos] Ε4 : που βρίσκεται στην άκρη, στο έσχατο όριο ενός χώρου (πραγματικού ή νοητού). α. ακρινός: Aκραίο σημείο. β. που ξεπερνά τα όρια του μέτρου, που φτάνει σε υπερβολή: Aκραία θέση / άποψη. ~ υποστηρικτής / οπαδός, φανατικός. Aκραία πολιτική.
[λόγ.: α: αρχ. ἀκραῖος· β: σημδ. γαλλ. extrême]