Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακοόγραμμα
1 εγγραφή
ακοόγραμμα το [akoóγrama] & ακουόγραμμα το [akuóγrama] Ο49 : η γραμμική παράσταση που δίνει το ακοόμετρο.

[λόγ. ακο(ή) -ο- + γράμμα μτφρδ. γαλλ. audiogramme (-gramme < αρχ. γράμμα)· σφαλερή υποκατάσταση ακού(ω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες