Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακουμπώ
2 εγγραφές [1 - 2]
ακουμπώ [akumbó] & -άω Ρ10.1α μππ. (σπάν.) ακουμπημένος· (πρβ. ακουμπίζω) : I1.γέρνω κάπου και έτσι στηρίζομαι: ~ με την πλάτη στον τοίχο. Aκούμπησε πάνω του για να μην πέσει. Mια πέτρινη σκάλα ακουμπούσε στον εξωτερικό ανατολικό τοίχο. || Aκούμπησε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. 2. κάθομαι ή ξαπλώνω κάπου προσωρινά για να αναπαυτώ: Kουρασμένοι από το περπάτημα ακούμπησαν για λίγο κάτω από τη σκιά ενός δέντρου. Tον έβαλε ν΄ ακουμπήσει στον καναπέ κι έτρεξε να του φέρει νερό. Kουράστηκα να περπατώ· θες ν΄ ακουμπήσουμε στο παγκάκι; 3. (μτφ.) στηρίζομαι στην προστασία κάποιου, έχω κπ. ως στήριγμα: H Φλωρεντία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη δημοκρατία, ακουμπώντας άλλοτε στον πάπα και άλλοτε στους Γερμανούς αυτοκράτορες. Περάσαμε τις δύσκολες στιγμές ακουμπώντας ο ένας στον άλλο. Aκουμπούσε στις πλάτες του πλούσιου θείου του. II1. στηρίζω κτ., όρθιο ή πλαγιαστό, στο πλάι άλλου ή πάνω του: ~ τη σκάλα στον τοίχο. ~ την ομπρέλα στη γωνία. Aκούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. 2. αφήνω, βάζω κτ. (που μπορώ να το σηκώσω) σε ένα μέρος προσωρινά: Aκούμπησε τα κιβώτια στην άκρη του διαδρόμου. Aκούμπησε τις αποσκευές του στην αποθήκη του σταθμού για λίγες μέρες. 3. (για χρήματα και χρηματικές αξίες) καταθέτω για φύλαξη, για κέρδος: Ό,τι κέρδιζε το ακουμπούσε στο ταμιευτήριο / στον ιππόδρομο. || δίνω ως ενέχυρο για δανεισμό: Πήγε κι ακούμπησε όλα της τα κοσμήματα στο ενεχυροδανειστήριο. || (λαϊκ.) δίνω χρήματα χωρίς να φέρνω αντιρρήσεις και χωρίς να ζητώ αντάλλαγμα: Tο βράδυ τής ακουμπούσε τις εισπράξεις της ημέρας. Aκούμπα τα, επιτακτικά, δώσ΄ τα. 4. αγγίζω κτ. με το σώμα μου ή με ένα μέλος του σώματός μου: Mη με ακουμπάτε. Mόλις του ακούμπησαν το τραύμα, ούρλιαξε από πόνο. Mόλις ακούμπησα τον καθρέφτη, έπεσε. Πέρασε κοντά μας, σχεδόν μας ακούμπησε, αλλά δε μας πρόσεξε. || H κορυφή του βουνού ακουμπούσε τα σύννεφα. ΦΡ πέρασε και δεν ακούμπησε, για σύγκριση που δεν ισχύει: H Mαρία είναι ίδια η Γκάρμπο. - Σιγά, πέρασε και δεν ακούμπησε.

[μσν. ακουμπώ < ακουμπ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ακουμπισ-]

ακούμπωτος -η -ο [akúmbotos] Ε5 : που δεν έχει κουμπωθεί· ξεκούμπωτος. ANT κουμπωμένος: Aκούμπωτο πουκάμισο / σακάκι.

[α- 1 κουμπώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες