Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακουαρέλα η [akuaréla] Ο25 : 1.χρώμα που έχει ως βάση την κόλλα· (πρβ. νερομπογιά): Zωγραφίζει με ακουαρέλες. 2. ΣYN υδατογραφία. α. τεχνική ζωγραφικής που χρησιμοποιεί χρώματα ακουαρέλας. β. πίνακας ζωγραφισμένος με την παραπάνω τεχνική.
[βεν. aquarela]



