Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακορφολόγητος -η -ο [akorfolójitos] Ε5 : που δεν τον έχουν κορφολογήσει, που δεν είναι κορφολογημένος. 1. για φυτό που δεν του έκοψαν τις κορυφές των βλαστών για να δυναμώσει: Aμπέλι ακορφολόγητο. 2. (μτφ., λαϊκότρ., λογοτ.) από τον οποίο δεν έχουν πάρει ό,τι καλύτερο, ό,τι πολυτιμότερο έχει: Aκορφολόγητο κορίτσι.
[α- 1 κορφολογη- (κορφολογώ) -τος]