Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακοντίζω
1 εγγραφή
ακοντίζω [akondízo] Ρ2.1α : χτυπώ ή τραυματίζω με ακόντιο.

[λόγ. < αρχ. ἀκοντίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες