Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακομπανιατέρ ο [akompanatér] Ο (άκλ.) : (μουσ.) αυτός που συνοδεύει μουσικά (με ακομπανιαμέντο) μια βασική (φωνητική ή μουσική) μελωδία.
[λόγ. < γαλλ. accompagnateur]