Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακομπανιατέρ
1 εγγραφή
ακομπανιατέρ ο [akompanatér] Ο (άκλ.) : (μουσ.) αυτός που συνοδεύει μουσικά (με ακομπανιαμέντο) μια βασική (φωνητική ή μουσική) μελωδία.

[λόγ. < γαλλ. accompagnateur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες