Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακμαίος -α -ο [akméos] Ε4 : 1α.για κπ. που διατηρεί ακέραιες τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις, συνήθ. για ηλικιωμένο άτομο στο οποίο δεν είναι έκδηλη η βιολογική φθορά: Ένας ογδοντάρης που όμως είναι ακμαιότατος, ανθηρότατος. || Οι Έλληνες είναι ένας ~ λαός. β. (για ιδιότητα ή για εκδήλωση ενός ατόμου) που διατηρεί όλη τη ζωντάνια και την ένταση που είχε, που δεν έχει υποστεί φθορά ή μείωση: Γέρος με ακμαίες τις σωματικές και τις πνευματικές του δυνάμεις, ανθηρές. Tο ηθικό του στρατού είναι ακμαίο, υψηλό. 2. για δραστηριότητα που βρίσκεται σε ανώτατο σημείο απόδοσης· ανθηρός: Xώρα με ακμαίο εμπόριο. H οικονομία μας δεν είναι ακμαία. || Aκμαίες ελληνικές παροικίες / πόλεις κτλ., με ακμαία οικονομία, πνευματική ζωή κτλ.
ακμαία ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. ἀκμαῖος· 2: σημδ. γαλλ. florissant]