Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακλώσητος
1 εγγραφή
ακλώσητος -η -ο [aklósitos] Ε5 : (οικ., λαϊκότρ.) για αυγό που δεν το κλώσησε η κότα ή άλλο πτηνό.

[α- 1 κλωση- (κλωσώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες