Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακηδεμόνευτος
1 εγγραφή
ακηδεμόνευτος -η -ο [akiδemóneftos] Ε5 : που δεν τον κηδεμονεύουν. 1. (νομ.) που δε βρίσκεται υπό κηδεμονία1. 2. (μειωτ.) που δρα ελεύθερα και αυτεξούσια, που δε δέχεται την καθοδήγηση και τον έλεγχο προσώπων ή δυνάμεων που ασκούν επάνω του οποιαδήποτε μορφή εξουσίας: Aγωνίζονται για ένα συνδικαλισμό ακηδεμόνευτο από τα κόμματα. ακηδεμόνευτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκηδεμόνευτος `που δεν τον φροντίζουν΄ κατά τη σημ. της λ. κηδεμόνας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες