Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακετυλένιο
1 εγγραφή
ακετυλένιο το [aketilénio] Ο40 : (χημ.) αέριο, άχρωμο και με ιδιάζουσα οσμή, που όταν καίγεται παράγει δυνατή φλόγα· (πρβ. ασετυλίνη).

[λόγ. < γαλλ. acétylèn(e) -ιον (ορθογρ. δαν., δες και ακετύλιο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες