Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακετυλένιο το [aketilénio] Ο40 : (χημ.) αέριο, άχρωμο και με ιδιάζουσα οσμή, που όταν καίγεται παράγει δυνατή φλόγα· (πρβ. ασετυλίνη).
[λόγ. < γαλλ. acétylèn(e) -ιον (ορθογρ. δαν., δες και ακετύλιο)]