Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατοίκητος
1 εγγραφή
ακατοίκητος -η -ο [akatíkitos] Ε5 : 1.που δεν κατοικείται, που δεν είναι κατοικημένος. α. για περιοχή όπου δεν έχουν εγκατασταθεί άνθρωποι ή που έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους της: Οι πολικές περιοχές της γης είναι ακατοίκητες. Πολλά ορεινά χωριά είναι ακατοίκητα. β. για οίκημα που παραμένει κενό, χωρίς ενοίκους. 2. για χώρο που δεν είναι κατάλληλος για να κατοικήσουν άνθρωποι ή που δε θα έπρεπε να κατοικείται. ANT κατοικήσιμος: Tο σπίτι μετά το σεισμό έγινε ακατοίκητο. H ατμοσφαιρική ρύπανση έκανε πολλές πόλεις ακατοίκητες.

[μσν. ακατοίκητος < α- 1 κατοικη- (κατοικώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες