Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακατανόητος -η -ο [akatanóitos] Ε5 : 1.για κτ. που δεν μπορεί να το κατανοήσει κάποιος, επειδή είναι πολύ ασαφές ή επειδή η κατανόησή του προϋποθέτει γνώσεις ή ικανότητες ανώτερες από αυτές που διαθέτει αυτός. ANT κατανοητός: Tα κείμενά του είναι ακατανόητα, ακατάληπτα. Πολλές μορφές της σύγχρονης τέχνης είναι ακατανόητες στο ευρύ κοινό. || (για πρόσ.): Είναι ~ όταν διδάσκει, ακατάληπτος. 2. για κτ. που δεν μπορεί κανείς να το εξηγήσει ή να το δικαιολογήσει, που φαίνεται άστοχο, παράλογο ή ασυνάρτητο. ANT κατανοητός: H συμπεριφορά του είναι τελείως ακατανόητη. Έλεγε κάτι ακατανόητες κουβέντες. Aυτά που συμβαίνουν είναι για μένα ακατανόητα. || για κπ. που συμπεριφέρεται με ακατανόητο τρόπο: Tι ~ άνθρωπος είναι αυτός! || (ως ουσ.) το ακατανόητο, η ιδιότητα του ακατανόητου.
ακατανόητα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε εντελώς ~. [λόγ.: 1: ελνστ. ἀκατανόητος· 2: σημδ. γαλλ. incompréhensible]