Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατέργαστος
1 εγγραφή
ακατέργαστος -η -ο [akatérγastos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν κατεργαστεί, κυρίως για πρώτη ύλη που βρίσκεται στη φυσική της κατάσταση. ANT κατεργασμένος: Πέτρα ακατέργαστη, απελέκητη. Δέρματα ακατέργαστα. Aκατέργαστη ξυλεία. Aκατέργαστο μετάξι / βαμβάκι / διαμάντι. (έκφρ.) όγκος ~, για άνθρωπο με σώμα παχύ και άκομψο. 2. (μτφ.) για πνευματικό προϊόν που δεν το έχουν επεξεργαστεί αρκετά και σωστά, ώστε να φτάσει σε ένα υψηλό ποιοτικό επίπεδο: Ο Σολωμός δούλεψε την ακατέργαστη γλώσσα του λαού. Ο στίχος στα πρωτόλειά του είναι ~. || Aκατέργαστο ταλέντο / μυαλό, ακαλλιέργητο. ακατέργαστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατέργαστος `ακαλλιέργητος΄ (και μτφ.), αρχ. σημ.: `αχώνευτος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες