Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακατάδεκτος
1 εγγραφή
ακατάδεκτος -η -ο [akatáδektos] & ακατάδεχτος -η -ο [akatáδextos] Ε5 : που δεν καταδέχεται τους ανθρώπους που είναι ή που θεωρεί ότι είναι κατώτεροί του, που αποφεύγει τη συναναστροφή με αυτούς και που τους φέρεται υπεροπτικά και περιφρονητικά. ANT καταδεκτικός: Έγινε πολύ ~ από τότε που απόκτησε αξιώματα και χρήματα. (ως αστεϊσμός) Πάρε το γλυκό που σου προσφέρω και μην είσαι τόσο ακατάδεχτη. ακατάδεκτα & ακατάδεχτα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ ~.

[λόγ. επίδρ. στο ακατάδεχτος < μσν. ακατάδεκτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < α- 1 καταδεκ- (καταδέχομαι) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες