Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακαμάτης ο [akamátis] Ο11 θηλ. ακαμάτισσα [akamátisa] Ο27α & (λαϊκότρ.) ακαμάτρα [akamátra] Ο25α : (παρωχ.) τεμπέλης: Ο ~ δεν καταφέρνει να προκόψει στη ζωή. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος. ΠAΡ Kάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, για γυναίκα που καλοπαντρεύεται, παρ΄ όλα τα ελαττώματά της. Mε το νου πλουταίνει* η κόρη με τον ύπνο η ακαμάτρα.
[μσν. ακαμάτης < α- 1 κάματ(ος) -ης· ακαμάτ(ης) -ισσα· ακαμά(της) -τρα]