Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακαλλώπιστος -η -ο [akalópistos] Ε5 : που δεν τον έχουν καλλωπίσει, που δεν είναι καλλωπισμένος: α. για πρόσωπο ή για χώρο. β. για προφορικό ή για γραπτό λόγο που είναι λιτός, χωρίς φραστικά στολίδια: Aκαλλώπιστο ύφος.
ακαλλώπιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀκαλλώπιστος]