Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαλλώπιστος
1 εγγραφή
ακαλλώπιστος -η -ο [akalópistos] Ε5 : που δεν τον έχουν καλλωπίσει, που δεν είναι καλλωπισμένος: α. για πρόσωπο ή για χώρο. β. για προφορικό ή για γραπτό λόγο που είναι λιτός, χωρίς φραστικά στολίδια: Aκαλλώπιστο ύφος. ακαλλώπιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκαλλώπιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες