Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαλαφάτιστος
1 εγγραφή
ακαλαφάτιστος -η -ο [akalafátistos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν καλαφατίσει, που δεν είναι καλαφατισμένο: Aκαλαφάτιστο καΐκι.

[α- 1 καλαφατισ- (καλαφατίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες