Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακακία η [akakía] Ο25 : είδος δέντρων ή θάμνων που έχουν αγκαθωτά κλαδιά, πλούσιο φύλλωμα και μικρά, σφαιρικά άνθη, κίτρινα ή λευκά, εύοσμα ή άοσμα, ανάλογα με την ποικιλία του φυτού.
[λόγ. < ελνστ. ἀκακία (ίσως ανατολ. προέλ.) (διαφ. το ελνστ. ἀκακία `έλλειψη κακίας΄)]