Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαθισιά
2 εγγραφές [1 - 2]
ακαθισία η [akaθisía] Ο25 : (ιατρ.) κινητική ανησυχία που εκδηλώνεται με τάση για συνεχή κίνηση και που οφείλεται σε νευρολογικά αίτια.

[λόγ. < αγγλ. akathisia < a- = α- 1 + ελνστ. κάθισ(ις) `κάθισμα΄ -ia = -ία]

ακαθισιά η [akaθisxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) το να βρίσκεται κάποιος σε συνεχή κίνηση, το να μην κάθεται ήρεμος ή άπραγος.

[α- 1 καθισ- (καθίζω) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες