Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαθαρσία
1 εγγραφή
ακαθαρσία η [akaθarsía] Ο25 : 1.η ιδιότητα του ακάθαρτου, η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καθαριότητας· βρόμα, βρομιά: ~ υπάρχει εδώ μέσα! 2. (συνήθ. πληθ.) περιττώματα ανθρώπου ή ζώου: Tο αποχωρητήριο είναι γεμάτο ακαθαρσίες.

[λόγ. < αρχ. ἀκαθαρσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες