Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακαζού το [akazú] & ακαγιού το [akajú] Ο (άκλ.) : 1.το κοκκινωπό ξύλο του ομώνυμου τροπικού δέντρου· μαόνι: Έπιπλα από ~. 2. (ως επίθ.) για το κοκκινωπό χρώμα που έχει το ξύλο του ακαζού: Έβαψε τα μαλλιά της ~.
[λόγ. < γαλλ. acajou (< πορτογαλ. από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)· λόγ. ορθογρ. δαν.]