Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαδημαϊκός
2 εγγραφές [1 - 2]
ακαδημαϊκός ο [akaδimaikós] Ο17 θηλ. ακαδημαϊκός [akaδimaikós] Ο34 : τακτικό μέλος της Aκαδημίας: Εξελέγη ~. H πρώτη Ελληνίδα ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. ακαδημαϊκός σημδ. γαλλ. académicien· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ακαδημαϊκός -ή -ό [akaδimaikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την Aκαδημία, με το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Ελλάδας ή άλλης χώρας, που ανήκει ή λειτουργεί σε αυτή, που γίνεται ή δίνεται από αυτή: Aκαδημαϊκές εκδόσεις. Aκαδημαϊκά βραβεία. Aκαδημαϊκή τήβεννος, των ακαδημαϊκών. || (ως ουσ.) ο ακαδημαϊκός*. 2. που έχει σχέση με το πανεπιστήμιο, κυρίως σε ειδική, περιορισμένη χρήση: ~ πολίτης*. Aκαδημαϊκό τέταρτο, το τέταρτο αναμονής των φοιτητών στην αίθουσα διδασκαλίας, πριν από την έναρξη της σαρανταπεντάλεπτης διδακτικής ώρας. ~ όρκος, που δίνει ο πτυχιούχος ή ο διδάκτορας στην τελετή της απονομής του τίτλου του. Aκαδημαϊκές ελευθερίες, τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. || (κυρ. με αφηρ. ουσ.) πανεπιστημιακός: Έχει ακαδημαϊκή μόρφωση / ακαδημαϊκούς τίτλους. Θα ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα. ~ δάσκαλος, καθηγητής πανεπιστημίου. Aκαδημαϊκό έτος, το διδακτικό έτος στο πανεπιστήμιο. || (ως ουσ.) το ακαδημαϊκό, απολυτήριο που έπαιρναν οι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ύστερα από ειδικές εξετάσεις, και που τους έδινε το δικαίωμα εισαγωγής στις ανώτατες σχολές. 3α. που ακολουθεί τους κλασικούς κανόνες της τέχνης: Aκαδημαϊκή τεχνοτροπία / ζωγραφική. ~ ζωγράφος. β. (μειωτ.) που μιμείται δουλικά τους παραπάνω κανόνες και γενικότερα που ακολουθεί πιστά καθιερωμένα πρότυπα, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται από έλλειψη πρωτοτυπίας και ζωντάνιας: Aκαδημαϊκό ύφος, σχολαστικό, χωρίς τη φυσική ροή του καθημερινού λόγου. 4. για κτ. που έχει καθαρά θεωρητικό χαρακτήρα, κυρίως για συζήτηση, για έκφραση απόψεων. ακαδημαϊκά ΕΠIΡΡ 1. θεωρητικά: Συζητούμε το θέμα εντελώς ~. 2. σύμφωνα με τους ακαδημαϊκούς κλασικούς κανόνες.

[λόγ. < ελνστ. Ἀκαδημαϊκός, Ἀκαδημεικός `μέλος της σχολής του Πλάτωνα΄, σημδ.: 1: γαλλ. académicien· 2-4: γαλλ. académique < académie = Aκαδημία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες