Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακαβάλητος -η -ο [akaválitos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που δεν έχει καβαλήσει σε άλογο ή σε άλλο υποζύγιο. 2. για ζώο που δεν το έχουν καβαλήσει.
[α- 1 καβαλη- (καβαλώ) -τος]