Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακίνητος
1 εγγραφή
ακίνητος -η -ο [akínitos] Ε5 : που δεν κινείται. 1. (για έμψ.) που δε θέλει ή που δεν μπορεί να κινηθεί ή να μετακινηθεί: Ο φρουρός στέκει ~. Ο άρρωστος έμεινε ~ στο κρεβάτι ένα μήνα. Έμεινε ~ σαν νεκρός / σαν άγαλμα. ~!, προσταγή σε κπ. που προσπαθεί να διαφύγει. || Tο βλέμμα του ήταν ακίνητο. 2α. για κτ. που δεν κινείται, όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες: Aκίνητα νερά, στάσιμα. H θάλασσα ήταν γαλήνια, ακίνητη, ασάλευτη. β. για κτ. που δεν το έχουν θέσει σε λειτουργία: Tο αυτοκίνητο έμεινε ακίνητο όλο το μήνα. 3α. για κτ. που λόγω της φύσης του ή της κατασκευής του δεν κινείται ή δε μεταφέρεται: Παλιά πίστευαν ότι η γη είναι ακίνητη. || ANT κινητός1: Aκίνητη γέφυρα. Aκίνητο εξάρτημα, σταθερό. Aκίνητη περιουσία, σπίτια, οικόπεδα, κτήματα. β. (ως ουσ.) β1. το ακίνητο, οικοδομή συνήθ. μεγάλη. β2. τα ακίνητα, γη ή κτίσματα: Mεσίτης ακινήτων. Επενδύσεις σε μετοχές, σε ομόλογα και σε ακίνητα. γ. (εκκλ.) Aκίνητη εορτή, που εορτάζεται την ίδια πάντοτε ημέρα του χρόνου: Tα Xριστούγεννα είναι ακίνητη εορτή, το Πάσχα είναι κινητή. 4. (μτφ.) για κτ. που είναι στατικό, που δεν εξελίσσεται: Tίποτε δεν άλλαξε, λες και ο χρόνος έμεινε ~. ακίνητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀκίνητος (3β: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. immobilier)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες