Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακήδευτος -η -ο [akíδeftos] Ε5 : 1.που δεν τον κήδεψαν, δεν τον έθαψαν: Tον έχουν τρεις μέρες ακήδευτο, άταφο. 2. που τον έθαψαν, χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσιμη ακολουθία· αδιάβαστος2: Tον έθαψαν ακήδευτο.
[λόγ. < ελνστ. ἀκήδευτος]