Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιώρα
1 εγγραφή
αιώρα η [eóra] Ο25 : 1.(λόγ.) η κούνια. 2. είδος κρεβατιού που αποτελείται από δίχτυ, το οποίο δένεται σε δύο σταθερά σημεία.

[λόγ. < αρχ. αἰώρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες