Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιώνας
1 εγγραφή
αιώνας ο [eónas] Ο2 : 1.χρονική περίοδος: α. εκατό ετών, της οποίας η αρχή και το τέλος καθορίζονται με βάση ορισμένο χρονολογικό σύστημα και κυρίως τη χριστιανική χρονολογία· εκατονταετία: Ο 1ος ή A' / 2ος ή B' / 19ος ή IΘ' / 20ός ή K' ~ π.X. / μ.X. Aρχές / μέσα / τέλη / δεκαετία / τέταρτο / μισό ενός αιώνα. Ο A' ~ μ.X. αρχίζει από το 1 μ.X. και τελειώνει στο 100 μ.X. Tο έργο / το ατύχημα / η αγορά του αιώνα, το πιο σημαντικό από όσα έγιναν κατά τη διάρκειά του. ΦΡ ζει* σε άλλον αιώνα. β. περίπου εκατό ετών: Έζησε έναν αιώνα. H Tουρκοκρατία στην Ελλάδα κράτησε τέσσερις αιώνες. γ. που χαρακτηρίζεται από ένα σπουδαίο ιστορικό γεγονός ή από μια προσωπικότητα· εποχή: Ο ~ των σταυροφοριών / της αποικιοκρατίας / του Διαφωτισμού / της ατομικής ενέργειας. Ο ~ του Περικλή / του Λουδοβίκου. Ο χρυσός* ~ της αρχαίας Aθήνας / της λατινικής / της αγγλικής λογοτεχνίας. Mέσοι αιώνες, ο Mεσαίωνας. Ο ~ μας, η σύγχρονη εποχή σε συνδυασμό με τα γεγονότα και ιδίως τις ιδέες που επικρατούν: Πού ακούστηκε άνθρωπος στον αιώνα μας και να πιστεύει στα μάγια! δ. (γεωλ.) υποδιαίρεση του χρόνου κατά τον οποίο δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε η γη: Γεωλογικοί αιώνες. Aζωικός / καινοζωικός ~. 2. απροσδιόριστο χρονικό διάστημα στο παρελθόν ή στο μέλλον, το οποίο είναι ή θεωρείται πολύ μεγάλο: Έναν αιώνα είχαμε να σε δούμε. Έναν αιώνα έκανες να έλθεις / να γυρίσεις / να τελειώσεις, άργησες πολύ να… Ο ήλιος ακολουθεί την ίδια πορεία αιώνες τώρα. (έκφρ.) στον αιώνα τον άπαντα ή στους αιώνες των αιώνων, (σε καταφατική πρόταση σημαίνει πάντοτε, ενώ σε αρνητική επιτείνει την άρνηση): Έργο που θα υπάρχει στους αιώνες των αιώνων. Δεν πρόκειται να σου μιλήσω στον αιώνα τον άπαντα.

[2: αρχ. αἰών, αιτ. -ῶνα· 1α-γ: λόγ. σημδ. γαλλ. siècle· 1δ: λόγ. σημδ. γαλλ. âge]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες