Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιωνιότητα
1 εγγραφή
αιωνιότητα η [eoniótita] Ο28 : 1.η ιδιότητα του αιώνιου, εκείνου που διαρκεί πολύ χρόνο ή για πάντα: α. που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος: H ~ του σύμπαντος / του Θεού. β. που έχει αρχή όχι όμως και τέλος: H ~ του πνεύματος / της ψυχής του ανθρώπου. 2α. μελλοντικό χρονικό διάστημα πολύ μεγάλο: Έργα τέχνης που θα ζουν στην ~. β. η μεταθανάτια ζωή και ιδίως ο Παράδεισος κατά τη χριστιανική διδασκαλία: H επίγεια ζωή δεν είναι παρά το γεφύρι που οδηγεί στην ~. γ. ο άπειρος χρόνος: Tι αξίζει η ζωή ενός ανθρώπου μπροστά στην ~;

[λόγ.: 1: ελνστ. αἰωνιότης, αιτ. -ητα· 2: σημδ. γαλλ. éternité]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες