Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιφνίδιος -α -ο [efníδios] Ε6 : που συμβαίνει, ενώ κανείς δεν τον περιμένει· ξαφνικός, απροσδόκητος, αναπάντεχος: ~ θάνατος. Aιφνίδια καταστροφή / άφιξη. Aιφνίδια γεγονότα.
αιφνίδια & αιφνιδίως ΕΠIΡΡ: Aιφνιδίως άλλαξε γνώμη. [λόγ. < αρχ. αἰφνίδιος, αἰφνιδίως]