Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτιώμαι
1 εγγραφή
αιτιώμαι [etióme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) κατηγορώ κπ. ως υπεύθυνο για κτ. κακό: Για να δικαιολογήσει την ανεπάρκειά του αιτιάται την ανικανότητα των υφισταμένων του. Mην αιτιάσαι κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό σου.

[λόγ. < αρχ. αἰτιῶμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες