Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αισθησιοκρατία η [esθisiokratía] Ο25 : φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι το σύνολο των γνώσεων του ανθρώπου προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις· αισθησιαρχία, σενσουαλισμός: H ~ του Δημοκρίτου / των σοφιστών. Φυσική / εμπειρική / γνωσιολογική / ηθική ~. Ο Λοκ είναι ιδρυτής της νεότερης αισθησιοκρατίας. Οπαδός της αισθησιοκρατίας, αισθησιοκράτης.
[λόγ. αίσθησι(ς) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. sensualisme]