Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αισθησιασμός ο [esθisiazmós] Ο17 : ερωτισμός ιδίως σεξουαλικός: Nοσηρός / άκρατος ~. Δεν υπάρχει αληθινός έρωτας χωρίς αισθησιασμό.
[λόγ. αισθησιασ- (αισθησιάζομαι < αίσθησι(ς) -άζω, -ομαι) -μός μτφρδ. γαλλ. sensualité]