Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισθησιαρχία
1 εγγραφή
αισθησιαρχία η [esθisiarxía] Ο25 : η αισθησιοκρατία.

[λόγ. αίσθησι(ς) + -αρχία απόδ. γαλλ. sensualisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες